Μετά από την επταετή του φυλάκιση για φόνο, ο Ράσελ πιστεύει ότι έχει εξοφλήσει το χρέος του απέναντι στην κοινωνία, αλλά τα αδέλφια του νεαρού άντρα που δολοφονήθηκε δεν έχουν την ίδια άποψη. Περιμένουν τη στιγμή που θα αποφυλακιστεί, διψασμένοι για αίμα και εκδίκηση. Λίγο πιο κάτω, στον διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο προς τη Λουϊζιάνα, η Μέιμπεν και η μικρή της κόρη κάνουν οτοστόπ κάτω από τον ανελέητο ήλιο, με όλα τους τα υπάρχοντα σε μία σακούλα σκουπιδιών. Απεγνωσμένες και εξαντλημένες, ξοδεύουν το τελευταίο τους δολάριο σε ένα μοτέλ. Αλλά λίγο πριν το ξημέρωμα, η Μέιμπεν τρέχει στο σκοτάδι με ένα πιστόλι στο χέρι. Ο σερίφης είναι νεκρός, ξαπλωμένος στο έδαφος με τους προβολείς του περιπολικού του να τον λούζουν στο φως. Όταν ο Ράσελ καταφθάνει στο σημείο, τα μάτια του νόμου δεν μπορούν παρά να στραφούν σε εκείνον, ειδικά με το όπλο που έχει χώσει για προστασία κάτω από το κάθισμα του φορτηγού.